Θέλω να ‘σαι έτοιμος όταν έρθω

Βασίλης Δανέλλης

 

«Να ‘σαι έτοιμος, όταν έρθω», είχε πει. «Θέλω να ‘σαι έτοιμος. Καταλαβαίνεις;» είχε φωνάξει.
Ναι, καταλάβαινα. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έπαιρνε μπρος.
Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο, μέχρι εκείνη την στιγμή φυσικά, έστω κι αν κανείς μας δεν το πίστευε στην αρχή. Γιατί στην ευχή να κρατάνε τόσα λεφτά στο εργοστάσιο; Εντάξει, ήταν μεγάλο. Εντάξει, ήταν μέρα πληρωμής, αλλά ποιος πληρώνει τους εργάτες με μετρητά σήμερα;
«Όχι, όχι! Δεν καταλάβατε Χριστό!» ούρλιαξε.
Δεν είχε σχέση με τους εργάτες. Δεν είχε σχέση με την εταιρεία καν. Την νόμιμη τουλάχιστον.
Τέλος πάντων! Δεν χρειαζόταν να ξέρουμε πολλά. Εκείνος ήταν ο εγκέφαλος. Ήξερε πράγματα. Είχε δίκιο. Πάντα. Οι άλλοι δύο ήταν μόνο μυς. Εγώ ήμουν ο οδηγός.
Η δουλειά μου ήταν να τους περιμένω έξω από το εργοστάσιο. Όχι πολύ κοντά, όχι πολύ μακριά. Θα τους έπαιρνε λίγη ώρα. Δεν έπρεπε να τραβήξω την προσοχή πάνω μου. Όταν θα έβγαιναν, θα έφερνα το αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο, θα έμπαιναν μέσα και θα μας έπαιρνα από ‘κει. Ένα δεύτερο όχημα μας περίμενε σ’ ένα πάρκινγκ μερικά χιλιόμετρα μακριά. Θα αλλάζαμε τα αυτοκίνητα και θα περνούσαμε τα σύνορα. Αυτό ήταν όλο. Απλό και ξεκάθαρο. Σαν παλιά καλή ταινία καταδίωξης.
Το μόνο πρόβλημα ήταν πως είχε διαλέξει ένα σαράβαλο για την δουλειά.
«Πρέπει να περάσουμε απαρατήρητοι», είχε πει.
Διαμαρτυρήθηκα. Όχι έντονα, δεν είναι του χαρακτήρα μου. Εκείνος ήταν αλλιώς. Είχε φωνάξει κι είχε φτύσει στα μούτρα μου. Εντολές. Και σάλια.
«Απλώς να ‘σαι έτοιμος όταν έρθω. Καταλαβαίνεις;» είχε ρωτήσει.
Ναι, καταλάβαινα. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπρος.
Άκουσα τους πυροβολισμούς. Έστριψα το κλειδί. Η μηχανή μούγγρισε. Ένας ήχος σαν επιθανάτιος ρόγχος.
Βγήκαν με την βαλίτσα. Έστριψα το κλειδί ξανά. Τίποτα.
«Να ‘σαι έτοιμος», είχε πει.
Προσπάθησα. Το αυτοκίνητο ήταν σαράβαλο.
Τότε τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Πέρασε ένα περιπολικό. Μεγάλη ατυχία! Οι μπάτσοι πέταξαν τους καφέδες κι έβγαλαν τα όπλα τους.
Γύρισα το κλειδί στην μηχανή. Ξανά και ξανά. Όλη μου η προσοχή ήταν εκεί και δεν είδα στ’ αλήθεια τι έγινε. Όταν η μηχανή πήρε επιτέλους μπρος, σήκωσα τα μάτια μου κι όλοι ήταν κάτω. Νεκροί.
Τι μακελειό! Γαμημένο σαράβαλο! Γαμημένο!
Εκείνος, όμως, ήταν ακόμα ζωντανός. Τραυματισμένος, αλλά ζωντανός. Πάτησα το γκάζι. Τα ελαστικά στρίγκλισαν στην άσφαλτο. Σταμάτησα δίπλα του. Είχε την βαλίτσα στο χέρι του. Βγήκα έξω και προσπάθησα να τον βοηθήσω να μπει στο αυτοκίνητο.
Δεν πρόσεξα αμέσως τον άντρα της ασφάλειας. Ψηλός, μουσάτος, με γυαλιά. Είχε δεχτεί μια σφαίρα στον γοφό. Έσερνε το αριστερό πόδι του καθώς μας πλησίαζε. Κρατούσε το όπλο στο δεξί του χέρι. Πυροβόλησε. Αστόχησε. Πυροβόλησε ξανά. Με πέτυχε. Ο συνεργάτης μου τον σκότωσε. Μετά πέθανε κι εκείνος.
Τι χάλι! Αν ήμουν έτοιμος όταν έπρεπε… Όλα ήταν δικό μου λάθος. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπρος. Δεν έπαιρνε μπρος.
Άρπαξα την βαλίτσα. Την έριξα στο διπλανό κάθισμα και έφυγα. Άλλαξα τα οχήματα σύμφωνα με το πλάνο. Έβαλα τα λεφτά στο πορτ μπαγκάζ. Γύρισα το κλειδί στην μηχανή. Πήρε μπρος με την μία. Αν είχα… Γάμα το! Πάει, τέλειωσε. Τώρα, το μόνο που είχα να κάνω, ήταν να ξεφύγω.
Δεν μπορούσα να πάρω την εθνική, αν ήθελα να αποφύγω την αστυνομία. Κατευθύνθηκα στα βουνά. Στενοί, στριφογυριστοί δρόμοι, καλυμμένοι μ’ ομίχλη. Ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Μάλλον δεν ταξίδεψα πάνω από μερικές ώρες, αλλά νόμισα πως πέρασαν μέρες ολόκληρες. Όσο έχανα αίμα, έχανα και την διαύγειά μου. Ο χρόνος έγινε το ίδιο ομιχλώδης με τον ουρανό. Ο ήλιος σκοτείνιασε, ύστερα έριξε πάλι τις καχεκτικές ηλιαχτίδες του κι έπειτα το σκοτάδι σκότωσε το φως ξανά. Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα.
Ήταν θαύμα που κρατήθηκα ξύπνιος. Ακόμα μεγαλύτερο ότι κράτησα το αυτοκίνητο πάνω στον δρόμο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Έπρεπε να φροντίσω την πληγή μου και να βρω ένα μέρος να ξαποστάσω. Δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω παρά μόνο δέντρα. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω.
«Καλά ήταν ως εδώ», σκέφτηκα, «ώρα να πεθάνω».
Φαντάζομαι πρώτα άκουσα την κραυγή του και μετά το είδα. Το γεράκι πέταξε μπροστά στο παρμπρίζ μου και με ανάγκασε να πατήσω φρένο. Τότε μόνο πρόσεξα τον λύκο. Έναν μεγάλο γκρίζο λύκο. Στεκόταν στην μέση του δρόμου και με κοιτούσε. Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στην ομίχλη.
Περίμενε να σιγουρευτεί ότι τον παρακολουθούσα. Έπειτα προχώρησε σε ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος. Ήταν αρκετά πλατύ κι ομαλό για να περάσει το αυτοκίνητο. Δεν ήξερα πως μου καρφώθηκε αυτή η ιδέα, αλλά πίστεψα ότι ο λύκος με οδηγούσε κάπου. Τι παράλογη σκέψη! Κι όμως, η μόνη λογική επιλογή που είχα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο, έπρεπε να εμπιστευτώ το ζώο.
Ανέβηκα τον λόφο. Σ’ εκείνο το ύψος ο ουρανός καθάρισε. Η κοιλάδα κάτω από τα πόδια μου ήταν σκεπασμένη με ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Έφτασα σ’ ένα ξέφωτο και βρέθηκα σ’ ένα παλιό, εγκαταλειμμένο χωριό. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα έξω. Τρεις τέσσερις φάρμες, με γκρεμισμένες οροφές και τοίχους, και τα ερείπια μιας εκκλησίας.
Ο λύκος είχε εξαφανιστεί. Το γεράκι δεν ήταν τριγύρω. Δεν ήμουν μόνος όμως. Δυο άλλοι λύκοι, μαύροι αυτή την φορά, είχαν βγει απ’ το δάσος. Δεν έμοιαζαν φιλικοί σαν τον γκρίζο. Είχαν μυρίσει αίμα κι ήρθαν για φαγοπότι. Πλησίασαν με αργά βήματα. Ο ένας έγλειψε την μουσούδα του. Ο άλλος έδειξε τα δόντια του. Λευκά, κοφτερά δόντια.
Για δεύτερη φορά νόμισα πως ήμουν τελειωμένος. Για δεύτερη φορά ήμουν λάθος. Οι μοίρες γνέθουν τα νήματά τους με μυστήριο τρόπο. Πίστεψε με, το ξέρω καλά.
Το γεράκι εμφανίστηκε κι έβγαλε μια κραυγή. Ο γκρίζος φύλακάς μου εμφανίστηκε από το δάσος και όρμησε στο σινάφι του. Το αρπακτικό πετούσε σε κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας.
Τα ζώα επιτέθηκαν με ορμή το ένα στο άλλο. Ο προστάτης μου πάλεψε γενναία παρά το αριθμητικό μειονέκτημα. Τελικά, οι μαύροι λύκοι πείστηκαν να πάνε αλλού για κυνήγι. Ο νικητής τους κοίταξε να χάνονται ανάμεσα στα δέντρα. Το τίμημα που πλήρωσε όμως, για να με προστατεύσει, ήταν βαρύ. Η γκρίζα γούνα του γεμάτη αίμα, η μουσούδα του κομματιασμένη, το πόδι του κουτσό.
Το γεράκι με μια κραυγή βούτηξε μπροστά. Ο πληγωμένος λύκος ακολούθησε. Προχώρησα στο κατόπι τους. Με οδήγησαν σ’ ένα άλλο ξέφωτο πιο ψηλά. Καταμεσής στεκόταν μόνη της μια φλαμουριά. Μια ψηλή φλαμουριά μ’ ασημένια φύλλα και μια τεράστια σκιά. Και κάτω από την σκιά της υπήρχε ένα σπίτι.
Η πόρτα του άνοιξε. Μια γυναίκα βγήκε. Μια γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά. Τόσο μακριά και τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι φλόγες τύλιγαν το κορμί της.
Το γεράκι κι ο λύκος έτρεξαν κοντά της.
«Καλώς τους», είπε, «πού ήσασταν;»
Το πουλί κάθισε στον ώμο της. Το ζώο έγλειψε το χέρι της.
«Καημένε μου! Είχες δύσκολη μέρα», είπε στον λύκο.
Τότε σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε. Μ’ έβλεπε πρώτη φορά, αλλά ένιωσα ότι με ήξερε ήδη καλά.
«Είσαι κι εσύ πληγωμένος, ξένε».
Έπιασα την πληγή μου.
«Μην την εμπιστεύεσαι», ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. «Είναι γητεύτρα».
Τα μάτια της, σκούρα μπλε μάτια, με είχαν ήδη γητεύσει.
Είπα ότι χρειαζόμουν ένα μέρος να μείνω για το βράδυ. Θα έφευγα το επόμενο πρωί πριν την αυγή.
«Έχεις χρήματα να πληρώσεις, ξένε;» ρώτησε.
Είχα αρκετά για να ανταμείψω την φιλοξενία της. Χαμογέλασε.
Το σπίτι ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και μεθυστικά μυρωδικά.
Μ’ έβαλε να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι. Ήμουν αδύναμος κι είχα πυρετό.
Τότε ήταν που μάζεψε τα μαλλιά της κι έδεσε τον κότσο με μια ασημένια καρφίτσα, έναν ασημένιο γάλανθο.
Μου έβγαλε το πουκάμισο. Έριξε νερό, καθάρισε την πληγή, την άλειψε με έλαια και την περιποιήθηκε. Μίλησε για την ληστεία στο εργοστάσιο. Προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε.
Έφερε κρασί σ’ ένα πήλινο δοχείο. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι, πρόσθεσε κάποιο υγρό και μερικά φύλλα και μου το έδωσε. Ρώτησα τι ήταν.
«Πιες το», είπε, «θα σου κάνει καλό».
Ήπια. Ήπια κι ήταν καλό. Το κεφάλι μου αλάφρυνε, ο πόνος γλύκανε, έγινε σχεδόν ηδονικός.
Μίλησε κι άλλο, αλλά τα λόγια της ανακατεύτηκαν με σκέψεις, επιθυμίες κι όνειρα. Οι άκρες των δαχτύλων της έκαψαν το στήθος μου, τα χείλη της έβαλαν φωτιά στην κοιλιά μου κι όταν ήρθε από πάνω μου, έλυσε τα μαλλιά της και πυρπόλησε όλο μου το κορμί. Έχασα τις αισθήσεις μου.
Όταν συνήλθα διψούσα με μια δίψα άσβεστη. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσο βρισκόμουν σ’ εκείνο το μέρος. Το σπίτι ήταν άδειο, το πήλινο δοχείο στεγνό, τα έπιπλα καλυμμένα με σκόνη και τα αρώματα είχαν εξανεμιστεί.
Η πληγή μου ήταν καλύτερα, είχε σχεδόν γιατρευτεί. Η μνήμη εκείνου του γλυκού πόνου που είχα νιώσει και το άγγιγμά της στοίχειωναν ακόμα το κορμί μου. Η γεύση του κρασιού που είχα πιει και το φιλί της στοίχειωναν ακόμα το στόμα μου.
Πόσα από αυτά συνέβησαν πραγματικά; Κι αν ήταν απλώς παραίσθηση μέσα στον πυρετό;
Ντύθηκα. Βρήκα την ασημένια καρφίτσα ανάμεσα στα ρούχα μου. Την ασημένια νιφάδα που συγκρατούσε τις κόκκινες φλόγες των μαλλιών της.
Κατέβηκα τον λόφο μέχρι το αυτοκίνητο. Άνοιξα το πορτπαγκάζ. Ήταν άδειο. Η βαλίτσα είχε εξαφανιστεί.
Είμαι πίσω στον δρόμο πάλι. Για πόσο άραγε; Μέρες, βδομάδες ή χρόνια; Ποιος ξέρει; Ποιος νοιάζεται;
Δεν κυνηγώ τα χρήματα. Είναι το κρασί και τα φιλιά της που μου λείπουν. Οδηγώ γύρω από το δάσος. Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Κοιτάζω ανάμεσα στα δέντρα. Περιμένω το γεράκι και τον λύκο να ‘ρθουν να μ’ οδηγήσουν πάλι κοντά της.
Χωρίς τύχη. Προς το παρόν.
Τέλος

Oddajte komentar

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

Komentirate prijavljeni s svojim WordPress.com računom. Odjava /  Spremeni )

Twitter picture

Komentirate prijavljeni s svojim Twitter računom. Odjava /  Spremeni )

Facebook photo

Komentirate prijavljeni s svojim Facebook računom. Odjava /  Spremeni )

Connecting to %s